Κάποιο πρωινό του Ιανουαρίου του 1800 ο ιδιοκτήτης ενός χωραφιού στο χωρίο Saint Sernin της νότιας Γαλλίας, συνέλαβε ένα δωδεκάχρονο αγόρι την ώρα που εκείνο έσκαβε με τα χέρια του το χώμα, ψάχνοντας για πατάτες. Προς μεγάλη του έκπληξη ο άνθρωπος αυτός παρατήρησε ότι το αγόρι (που αργότερα το ονόμασαν Victor) ήταν ολόγυμνο, περπατούσε με τα τέσσερα και, παρόλο που διέθετε οξύτατη ακοή, δεν μπορούσε να μιλήσει, περιοριζόμενο απλώς σε μια μεγάλη ποικιλία από άναρθρες κραυγές.
Το παιδί κρατήθηκε "αιχμάλωτο" και το περιστατικό αυτό έκανε γρήγορα τον γύρο της Γαλλίας, ενώ ο ίδιος ο υπουργός των εσωτερικών (ο Lucien Bonaparte, αδερφός του Ναπολέοντα) ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τον Victor και έστειλε πολλούς επιστήμονες να μελετήσουν αυτό το, "αμόλυντο" από τον πολιτισμό, παιδί της φύσης.
Στόχος των μελετητών ήταν να χρησιμοποιήσουν αυτό το παιδί ως πρότυπο για να ανακαλύψουν ποια είναι η πραγματική φύση του ανθρώπου. Μερικοί περίμεναν ότι θα αντικρίσουν κάτι αντίστοιχο με τις περιγραφές του Jean-Jacques Rousseau: "Έναν γενναιόδωρο, ανοιχτόκαρδο και αθώο άνθρωπο. Ένα παιδί του παραδείσου πριν από την πτώση ανεπηρέαστο από τη γνώση του καλού και του κακού", ενώ άλλοι, ακολουθώντας τα διδάγματα του Thomas Hobbes, πίστευαν ότι θα συναντήσουν ένα άγριο, κακό και βάρβαρο πλάσμα που η κοινωνία θα έπρεπε να υποτάξει για να του μάθει να σκέφτεται λογικά και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό.
Ό,τι κι αν περίμεναν όμως οι σοφοί επιστήμονες της εποχής, η επαφή με τον Victor σίγουρα τους απογοήτευσε όλους. Το παιδί αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε άνθρωπος, αλλά ούτε και ζώο. Δεν μιλούσε (παρότι οι φωνητικές του χορδές λειτουργούσαν άψογα), δεν περπατούσε όρθιο, δεν μπορούσε να συνηθίσει τη θέα των άλλων ανθρώπων (τους κοιτούσε πάντοτε τρομαγμένα και απέφευγε το βλέμμα τους), δεν έδειχνε να διαθέτει μνήμη, η προσοχή του δεν εστιαζόταν πουθενά για μεγάλο χρονικό διάστημα και φαινόταν καθαρά ότι δεν είχε καμία δυνατότητα να επικοινωνήσει, έστω και ελάχιστα, με τους άλλους ανθρώπους γύρω του.
Η περίπτωση του Victor δεν είναι μοναδική. Ξεκινώντας από το Μεσαίωνα (1341) και φθάνοντας μέχρι τα λυκοπαίδια της Ινδίας (δύο κοριτσάκια μεγαλωμένα από λύκους που ανακαλύφθηκαν από έναν ιερέα το 1920), η επιστήμη έχει καταγράψει πολλές περιπτώσεις ανθρώπων μεγαλωμένων έξω από την κοινωνία που όλες μας οδηγούν με απόλυτη βεβαιότητα στο ίδιο συμπέρασμα: "Ο άνθρωπος δεν γεννιέται, αλλά διαμορφώνεται από την κοινωνία και μακριά της δεν μπορεί να υπάρξει ούτε το παραμικρό ίχνος ανθρώπινης ύπαρξης".
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη για το γεγονός ότι η κοινωνία μάς κάνει αυτό που είμαστε από τον διποδισμό. Παρόλο που έχει αποδειχθεί επιστημονικά άπειρες φορές (και αποτελεί κοινή λογική για όλους μας) ότι το ανθρώπινο σώμα είναι φτιαγμένο για όρθια στάση και περπάτημα στα δύο πόδια, όλα τα παιδιά πρέπει να διδαχθούν ακόμη και αυτό το απόλυτα φυσιολογικό πράγμα γιατί δεν το έχουν έμφυτο.
Το ίδιο ισχύει όμως και για άλλα "βασικά" στοιχεία όπως οι σεξουαλικές επιθυμίες, οι οποίες απ' ό,τι φαίνεται δεν νιώθονται απλώς αλλά διδάσκονται. Για παράδειγμα, μεγαλώνοντας ο Victor (που τελικά πέθανε γύρω στα 40) άρχισε να νιώθει τη βιολογική ανάγκη να ζευγαρώσει, αλλά δεν μπορούσε να την εκφράσει. Αναφέρεται μάλιστα χαρακτηριστικά ότι κάποτε αγκάλιασε μια γυναίκα στο λαιμό, αλλά δεν γνώριζε πώς έπρεπε να φερθεί στη συνέχεια και γι' αυτό τελικά εγκατέλειψε το αντικείμενο του πόθου του χαμένος και ταραγμένος.
Το εύκολο δίδαγμα που μας προσφέρει η ζωή του Victor και των ομοίων του είναι, όπως προαναφέρθηκε, το γεγονός ότι δεν γεννιόμαστε αλλά γινόμαστε. Μέσα μας δεν υπάρχει τίποτε έτοιμο και όλα πρέπει να τα διδαχθούμε από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν.
Τα παιδιά της φύσης όμως μας δίνουν και ένα άλλο, πολύ πιο ενδιαφέρον αλλά και αφάνταστα πιο τρομακτικό δίδαγμα. Αφού γινόμαστε άνθρωποι μόνο χάρη στη διδαχή, τα πρότυπα και την επίδραση των συνανθρώπων μας, τότε όσο πιο σπάνιες, σύντομες και επιφανειακές γίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις (όπως συμβαίνει στις μέρες μας) τόσο περισσότερο θα αρχίσουμε να μοιάζουμε με τον Victor και τους ομοίους του.
Ένα καλό παράδειγμα σύγχρονου "ανθρώπου" που ακολούθησε τον δρόμο του Victor βρίσκουμε στη 16χρονη (το 1979) Brenda Spencer η οποία μια μέρα πήρε ένα όπλο και πυροβολώντας αδιακρίτως σκότωσε δύο ανθρώπους και τραυμάτισε 9 (8 παιδιά και έναν αστυνομικό) πριν συλληφθεί. Όταν την ρώτησαν "Γιατί το έκανε αυτό" η απάντησή της ήταν: "Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες (I don't like Mondays)". Επειδή φυσικά κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δεχθεί μια τέτοια απάντηση την ξαναρώτησαν ποιους σημάδευε. Ούτε όμως τότε έδωσε μια διαφωτιστική απάντηση. Είπε απλώς: "Κανέναν συγκεκριμένα. Μου αρέσουν τα κόκκινα και τα μπλε τζάκετς (No one in particular, I kind of like the red and blue jackets)".
Η εύκολη απάντηση στην περίπτωση της Brenda (και των όλο και περισσότερων σύγχρονων μιμητών της) είναι να τη χαρακτηρίσουμε τρελή και να ξεχάσουμε ότι υπάρχει. Με βάση όμως όσα συζητήσαμε παραπάνω έχω να σας προτείνω μια άλλη ερμηνεία. Το "Γιατί το έκανες αυτό" που τη ρώτησαν οι γύρω της μεταφράζεται σε: "Ποιο κίνητρο ήταν τόσο μεγάλο και ισχυρό ώστε να σε κάνει να στερήσεις τη ζωή ενός πολύτιμου, υπέροχου και αναντικατάστατου πλάσματος όπως ένας άνθρωπος;". Η ίδια η Brenda φυσικά δεν μπορούσε να απαντήσει μια και, όπως ο Victor, δεν έχει την ικανότητα πραγματικής επικοινωνίας με τους γύρω της (μιλάει βέβαια αλλά γνωρίζουμε καλά ότι αυτό δεν αρκεί για να επικοινωνήσεις με κάποιον). Αν όμως μπορούσε να εκφραστεί με φυσιολογικό τρόπο, φαντάζομαι ότι η απάντησή της θα ήταν κάτι όπως το ακόλουθο:
"Δεν αντέχω τους ανθρώπους γύρω μου. Από τη μια τους χρειάζομαι αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Από την άλλη δεν ξέρω πώς να ζήσω μαζί τους. Τους θέλω, αλλά δεν ξέρω ούτε πώς να τους πλησιάσω ούτε τι να κάνω μ' αυτούς Γι' αυτό και η παρουσία τους και μόνο με αναστατώνει. Καταστρέφω λοιπόν αυτό που με κάνει να αισθάνομαι φόβο και ταραχή."
Αν και οι περισσότεροι από μας δεν μοιάζουμε στον Victor τόσο πολύ όσο η Brenda, φοβάμαι ότι και εμείς οι υπόλοιποι όχι μόνο δεν διαφέρουμε από εκείνη όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, αλλά αντίθετα, με την πάροδο του χρόνου την πλησιάζουμε όλο και πιο πολύ (όσο αυξάνουν τα ακραία περιστατικά τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις ότι το κέντρο έχει μετακινηθεί και αυτό προς τα άκρα). Αντίθετα από τη Brenda όμως, εμείς έχουμε μάθει να κρύβουμε την κατάστασή μας πιο αποτελεσματικά.
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό των "παιδιών της φύσης", που δεν αναφέραμε ακόμη, είναι η δυνατότητά τους να εξημερωθούν. Μετά από μερικά χρόνια "εκπαίδευσης" ο (άλαλος μέχρι το θάνατό του) Victor κατάφερε τουλάχιστον να συμπεριφέρεται αρκετά ανθρώπινα ώστε να τον καλέσουν ως αξιοθέατο σε κάποιο επίσημο δείπνο. Ήταν πλέον αρκετά ακίνδυνος και η συμπεριφορά του παρέμενε περίεργη (π.χ. έβαζε φαγητό στις τσέπες του), αλλά τουλάχιστον είχε μάθει να μην κλέβει από τα πιάτα των διπλανών του.
Η εξημέρωση όμως μας διδάσκει μόνο συγκεκριμένες συμπεριφορές και όταν βρισκόμαστε απέναντι σε κάτι καινούριο ή απρόοπτο ξαναγυρίζουμε στην πραγματική μας φύση. (Ο Victor μετά το δείπνο γδύθηκε και φορώντας μόνο τα εσώρουχά του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει στα δέντρα του κήπου).
Εξημερωμένοι λοιπόν κι εμείς (και περισσότερο ανθρώπινοι απ' ό,τι ο Victor, αν και όχι αρκετά) κινούμαστε με σχετική άνεση μέσα στον κόσμο. Αλλά...
Δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και ζούμε γεμάτοι άγχος. Φοβόμαστε λοιπόν και δεν καταλαβαίνουμε τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω μας όπως και ο Victor.
Μας είναι όλο και πιο επίπονο να εκφράσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Δυσκολευόμαστε δηλαδή να επικοινωνήσουμε με τους άλλους ακριβώς όπως και ο άλαλος Victor.
Δεν κάνουμε μακροπρόθεσμα σχέδια και αναλαμβάνουμε όλο και πιο σπάνια σημαντικές δεσμεύσεις, προτιμώντας να περνάμε καλά σήμερα και αδιαφορώντας γι' αυτό που θάρθει. Όπως ο Victor λοιπόν, ζούμε κυρίως για το παρόν, χωρίς ξεκάθαρη μνήμη για όσα πέρασαν και χωρίς συγκεκριμένα σχέδια για το μέλλον (π.χ. δεν ξέρω τι θέλω και δεν θα ησυχάσω μέχρι να το αποκτήσω).
Ασχολούμαστε όλο και περισσότερο με "βασικά" θέματα (φαγητό, ύπνος, σεξ, εξουσία, διασκέδαση), ενώ λιγοστεύουν συνεχώς όσοι καλλιεργούν ανώτερα και γνήσια ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως η τέχνη, η ιδεολογία, οι μεταφυσικές ανησυχίες κ.λπ. Ανάλογη ήταν και η συμπεριφορά του Victor ο οποίος ενδιαφερόταν μόνο για το φαγητό και τον ύπνο, ενώ ήταν ανίκανος να συλλάβει τη σημασία οποιουδήποτε άλλου πράγματος.
Μιλάμε για short attention spans και δυσκολευόμαστε να συγκεντρώσουμε για πολύ ώρα την προσοχή μας σε κάποιο θέμα ή αντικείμενο. Το ίδιο πρόβλημα όμως είχε και ο Victor, καθώς έχανε εύκολα το ενδιαφέρον του για οτιδήποτε πέρα από τα άμεσα και εύκολα κατανοητά όπως το φαγητό, η ζεστασιά, ο ύπνος κ.λπ.
Δεν μπορώ ή μάλλον δεν τολμώ να προβλέψω ποιο θα είναι το μέλλον ενός κόσμου που περιορίζει (και κάνει όλο και πιο ρηχές) τις ανθρώπινες σχέσεις, οδηγώντας μας στο δρόμο που υποχρεώθηκε να ακολουθήσει άθελά του ο Victor. Ούτε και υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορώ να κάνω για να αλλάξω την πορεία μιας κοινωνίας η οποία αφήνει όλο και πιο ακαλλιέργητο ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει μέσα στην ψυχή των μελών της.
Σίγουρα όμως έχω την ευφυΐα και τη δύναμη για να αλλάξω τουλάχιστον τον Victor που κρύβω μέσα μου. Γι' αυτό και τελειώνοντας αυτές τις γραμμές εγκαταλείπω τη βολική μοναξιά του σπιτιού μου και φεύγω για το πάρτι που διοργανώνει ο φίλος μου ο Αλέξανδρος και η γυναίκα του. Ξέρω ότι θα υπάρχουν εκεί πολλοί καλοί φίλοι και η συντροφιά τους θα με βοηθήσει να γίνω κι εγώ λίγο περισσότερο ανθρώπινος.
Γιώργος Επιτήδειος gepiti@gepiti.com
Γραφτείτε συνδρομητές για να λαμβάνετε κάθε νέο άρθρο που δημοσιεύεται εδώ |
© 2001
Επιστροφή στην αρχική σελίδα