Αρχική Σελίδα | Γιώργος Επιτήδειος | Εγγραφή Συνδρομητών

"Μεταξύ Φίλων"

Τα πραγματικά αίτια της δημοτικότητας των ακροδεξιών κομμάτων

Γιώργος Επιτήδειος (18/5/2002)
gepiti@gepiti.com

Ένα παράδειγμα του σύγχρονου πολιτικού παιγνιδιού

Στις 8 Απριλίου 2002 ο πρωθυπουργός της Ελλάδος έδωσε μια τηλεοπτική συνέντευξη σε έγκριτους δημοσιογράφους με αφορμή τη συμπλήρωση δύο ετών από την επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.

Κατά τη διάρκειά της αναφέρθηκε πολλές φορές στις προσπάθειες της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της ανεργίας, τονίζοντας ότι δημιουργήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες νέες "θέσεις εργασίας - ευκαιρίες απασχόλησης". Επειδή είμαι βέβαιος ότι ελάχιστοι αναρωτήθηκαν γιατί ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε απλώς σε "θέσεις εργασίας", αλλά κόλλησε δίπλα και αυτό το "ευκαιρίες απασχόλησης", σας πληροφορώ ότι ο λόγος είναι πως δεν αναφερόταν μόνο σε πραγματικές θέσεις εργασίας, αλλά και σε εικονικές.

Κάθε φορά που κάποιος άνεργος παρακολουθεί ένα επιδοτούμενο σεμινάριο, ο ΟΑΕΔ τον διαγράφει από τις καταστάσεις του για όλη τη χρονική περίοδο της εκπαίδευσής του. Φυσικά ο άνθρωπος αυτός δεν έχει βρει δουλειά. Παρακολουθεί όμως κάτι που ίσως τον βοηθήσει να εργαστεί στο μέλλον. Έχει δηλαδή μια ευκαιρία απασχόλησης (πολύ μικρή δυστυχώς αν κρίνουμε από την ποιότητα αυτών των σεμιναρίων, αλλά και από τον τρόπο που επιλέγονται οι εκπαιδευτές).

Επειδή λοιπόν το πρόβλημα της ανεργίας στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά έντονο και η δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας πολύ δύσκολη ο πρωθυπουργός φρόντισε να τις αυξήσει, μαγειρεύοντας τα στοιχεία με την προσθήκη όσων παρακολουθούν σεμινάρια (πληρωμένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση) στον συνολικό αριθμό των νέων εργαζομένων που δημιούργησε η Κυβέρνηση.

Αδιαφορία ή ανικανότητα;

Φοβούμενος προφανώς ότι κάποιος από τους δημοσιογράφους (ή από την αντιπολίτευση) θα αποκαλύψει την πλάνη των στοιχείων του, ο πρωθυπουργός ήταν λοιπόν πολύ προσεκτικός με τα λόγια του, φροντίζοντας πάντοτε να επαναλαμβάνει ολόκληρη τη φράση (θέσεις εργασίας - ευκαιρίες απασχόλησης) έτσι ώστε να υπερασπίσει άνετα τον εαυτό του αν κατηγορηθεί για χρήση παραπλανητικών στοιχείων. ("Εγώ δεν είπα ποτέ θέσεις εργασίας. Είπα ευκαιρίες απασχόλησης.")

Ευτυχώς γι' αυτόν όμως κανείς δεν ασχολήθηκε με αυτό το ολίσθημα είτε επειδή δεν το κατάλαβε (όταν είσαι διάσημος δημοσιογράφος δεν χρειάζεται πλέον να μελετάς σε βάθος τα στοιχεία και τους ισχυρισμούς των κρατικών οργανισμών) είτε επειδή δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει. (Οι μετοχές ενός δημοσιογράφου που παίρνει συνέντευξη από τον πρωθυπουργό ανεβαίνουν πάρα πολύ. Δεν θα ήθελε λοιπόν να του γίνει δυσάρεστος με δύσκολες ερωτήσεις και να χάσει την ευκαιρία να ξαναμιλήσει μαζί του ή με άλλα ισχυρά πολιτικά πρόσωπα στο μέλλον.)

Αλλά και από την αντιπολίτευση κανείς δεν φρόντισε να τον διαψεύσει. Πιθανότατα ήταν όλοι απασχολημένοι με το μοίρασμα των θέσεων (και των κρατικών προμηθειών) που θα έχουν στη διάθεσή τους μετά τις εκλογές. Γι' αυτό και τα στελέχη δεν έχουν πλέον καιρό για μελέτη και σοβαρή ενημέρωση του κοινού. Αρκούνται απλώς στη φθορά της εξουσίας, γνωρίζοντας πως αφού δεν υπάρχει κανείς άλλος οι ψηφοφόροι "υποχρεωτικά" θα στραφούν προς εκείνους, οδηγώντας τους χωρίς κόπο και προσπάθεια στην εξουσία.

Η ακροδεξιά πρόταση

Ο μέσος ευρωπαίος πολίτης μπορεί να μη διαθέτει τον χρόνο, τις γνώσεις ή τις πηγές για να ανακαλύψει, να κατανοήσει και να στιγματίσει δημόσια όλες αυτές τις ανόσιες πολιτικές πρακτικές. Είναι όμως αρκετά μορφωμένος και οξυδερκής για να καταλαβαίνει ότι οι παραδοσιακοί πολιτικοί τον εμπαίζουν και ότι οι δημοσιογράφοι είναι πλέον αναξιόπιστοι "προστάτες του πολίτη", καθώς είτε είναι ήδη δημοφιλείς (δηλαδή φίρμες) και γι' αυτό αποτελούν μέρος του μηχανισμού εξουσίας είτε αγωνίζονται για την προσωπική τους προβολή (δηλαδή για να γίνουν φίρμες), κυνηγώντας τη δημοτικότητα και τον εντυπωσιασμό, χωρίς να ενδιαφέρονται καθόλου για την αλήθεια και την έγκυρη ενημέρωση του πολίτη.

Μπροστά λοιπόν σ' αυτό το θέατρο "σοβαρότητας" των πολιτικών και "ελέγχου" των δημοσιογράφων δεν είναι τυχαίο που εκατομμύρια Ευρωπαίοι στρέφονται όλο και περισσότερο προς ακροδεξιούς λαϊκιστές όπως ο Λε Πεν, ο Χάιντερ ή ο Φίνι. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να λένε συχνά ανοησίες, αλλά τουλάχιστον τις πιστεύουν. Είναι μάλιστα τόσο ειλικρινείς ώστε το κύριο επιχείρημα των αντιπάλων τους είναι: "Ακούστε τις δηλώσεις τους και μην τους ψηφίσετε γιατί ό,τι είπαν θα το υλοποιήσουν μόλις βρεθούν στην εξουσία". Ακόμη και οι εχθροί τους δηλαδή αναγνωρίζουν στην άκρα δεξιά το ηθικό πλεονέκτημα της τιμιότητας και της συνέπειας λόγων και πράξεων που σχεδόν κανείς παραδοσιακός πολιτικός δεν διαθέτει πλέον!

Ο πραγματικός εχθρός

Δεν είμαι ακροδεξιός και δεν συμπαθώ καθόλου τους ρατσιστές και όσους βιάζουν την αλήθεια, υπεραπλουστεύοντας την πραγματικότητα όπως κάνει σήμερα η άκρα δεξιά (και αριστερά). Μπορώ όμως εύκολα να κατανοήσω γιατί μεταξύ του πονηρού υποκριτή καιροσκόπου επαγγελματία πολιτικού και του ειλικρινή φανατικού βλάκα λαϊκιστή πολλοί άνθρωποι προτιμούν τον δεύτερο.

Πιστεύω μάλιστα ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία μας δεν είναι οι ακραίοι φανατικοί, αλλά τα μεγάλα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας και οι αδίστακτοι σοβαροφανείς τυχοδιώκτες που τα διευθύνουν, αφού η δική τους συμπεριφορά είναι εκείνη που οδηγεί το εκλογικό σώμα στην αγκαλιά ακραίων δημαγωγών.

Η χαμένη ιδεολογία των κομμάτων στην Ελλάδα

Αν και στη χώρα μας δεν έχουν παρουσιαστεί ακόμη ισχυρά ακροδεξιά κόμματα, είναι μάλλον πρόωρο να αυτοσυγχαιρόμαστε για την ωριμότερη πολιτική ζωή μας, καθώς πρόσφατα οι αμερικανοσπουδαγμένοι πολιτικοί αναλυτές μας νομιμοποίησαν και εδώ την πολιτική ανηθικότητα του "δεν πιστεύω τίποτε και λέω μόνο ό,τι θα με φέρει στην εξουσία".

Πρόκειται για τη θεωρία του "μεσαίου χώρου" που εφάρμοσε με επιτυχία ο Κλίντον στις ΗΠΑ και βασίζεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι είναι αμετακίνητοι στις θέσεις τους και γι' αυτό οι "μεσαίοι" (οι κεντρώοι που λέγαμε παλιά) είναι εκείνοι που ψηφίζουν πότε τη μια και πότε την άλλη παράταξη, ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις. Το πολιτικό μήνυμα κάθε κόμματος λοιπόν συντάσσεται πλέον γι' αυτούς τους ανθρώπους, αφού τους υπόλοιπους οι εκλογομάγειροι τους θεωρούνε "σίγουρους".

Σίγουρος ψηφοφόρος όμως δεν υπάρχει και όσο τα κόμματα εξουσίας μετακινούνται προς το κέντρο, τόσο περισσότερο απογοητεύουν τους πιστότερους, και πιο ακραίους, οπαδούς τους, ενθαρρύνοντας τη μετακίνησή τους προς νέους πολιτικούς σχηματισμούς που εκφράζουν περισσότερο την ιδεολογία τους.

Οι "μάγοι" της εκλογικής υψηλής πολιτικής λοιπόν οδηγούν μόνοι τους το κοινό προς τα άκρα, αποξενώνοντας τα κόμματα από την παραδοσιακή τους βάση και μετατρέποντάς τα από ιδεολογικοπολιτικούς μηχανισμούς σε απλές οργανώσεις δημοσίων σχέσεων που αερολογούν, ελπίζοντας ότι έτσι θα γίνουν αρεστά σε όλους χωρίς να ενοχλήσουν κανέναν.

Αργά ή γρήγορα λοιπόν και οι Έλληνες ψηφοφόροι θα αρχίσουν να στρέφονται και εκείνοι προς κόμματα με ιδεολογία και πίστη στις ιδέες τους όποιες κι αν είναι αυτές. Και χωρίς αμφιβολία η εκλογική πλατφόρμα αυτών των νέων σχηματισμών δεν θα διαφέρει πολύ από εκείνη των υπόλοιπων ευρωπαίων ακροδεξιών αφού η εθνική επιβίωση, μπροστά στη δημογραφική απειλή των μεταναστών, η εγκληματικότητα και η ανεργία αποτελούν προβλήματα που απασχολούν το ίδιο όλους τους Έλληνες.

Για να προλάβουμε λοιπόν την εμφάνιση της ελληνικής άκρας δεξιάς, καλύτερα να δώσουμε από τώρα στους αμοραλιστές πολιτικούς μας το μήνυμα ότι τα παλιά τους τερτίπια δεν περνούν πλέον. Στις επόμενες εκλογές, βρείτε ένα μικρό κόμμα ρομαντικών (από αυτά που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα βρεθούν ποτέ στη βουλή) και τιμήστε το με την ψήφο σας. Μόνο έτσι θα εξασφαλίσετε ότι δεν θα πάει χαμένη στα χέρια επικίνδυνων φανατικών ή αδίστακτων επαγγελματιών της εξουσίας.

Γιώργος Επιτήδειος gepiti@gepiti.com

Γραφτείτε συνδρομητές για να λαμβάνετε κάθε νέο άρθρο που δημοσιεύεται εδώ

© 2002


Επιστροφή στην αρχική σελίδα