Όταν πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες συγκριτικές μελέτες θρησκειών, οι ερευνητές παρατήρησαν έκπληκτοι ότι οι λατρείες των πρωτόγονων κυνηγετικών κοινωνιών είχαν εξαιρετικά ήπια μορφή, ενώ αντίθετα οι θρησκείες των αρχέγονων καλλιεργητικών ομάδων παρουσίαζαν πολύ βίαια μυθικά ή λατρευτικά σχήματα.
Αν και μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί συμβαίνει αυτό, φαίνεται ότι η εξήγηση βρίσκεται στην απόσταση των ενεργειών κάθε κοινωνίας από τη φύση. Ο κυνηγός είναι ένας άνθρωπος που σκορπά διαρκώς το θάνατο σε άλλα πλάσματα. Δεν έχει βέβαια καμία αμφιβολία ότι αυτό που κάνει είναι το σωστό, καθώς το περιβάλλον (λύκοι, αετοί, λιοντάρια και άλλα αρπακτικά) του υπενθυμίζει καθημερινά ότι έτσι λειτουργεί ολόκληρος ο φυσικός κόσμος.
Ο πρωτόγονος κυνηγός όμως δεν παύει να είναι άνθρωπος και μια τόσο απλοϊκή εξήγηση δεν μπορεί να απαλύνει τις τύψεις του. Έτσι, έπλασε θρησκείες που τον βοηθούν να "περιορίζει" τον πόνο των θυμάτων του. Για παράδειγμα, οι περισσότερες λατρείες (π.χ. Βουσμάνοι) υποστηρίζουν ότι τα ζώα δεν πεθαίνουν πραγματικά, αλλά απλώς δανείζουν στους ανθρώπους τη σάρκα τους και επιστρέφουν στον κόσμο με άλλη μορφή, ενώ οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής φθάνουν μέχρι του σημείου να ζητούν πολλές φορές συγγνώμη από το θήραμά τους! (Μια προκαταβολική πριν το κυνήγι και μια "κανονική" όταν ξεκινούν τον τεμαχισμό του σκοτωμένου ζώου.)
Ακριβώς αντίθετη είναι η κατάσταση στους καλλιεργητές, οι πράξεις των οποίων (κατασκευή αντί για συλλογή τροφής, διαμονή σε τεχνητούς χώρους κ.λπ.) μοιάζουν να αντιτίθενται σε πολλές από τις λειτουργίες του φυσικού κόσμου που τους περιβάλλει. Λόγω αυτής της απόστασης από την υπόλοιπη φύση οι καλλιεργητές δυσκολεύονται να δεχθούν ότι κάτι τόσο διαφορετικό (και τόσο αποδοτικό) όσο η γεωργία εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά στον κόσμο χωρίς την καταβολή ενός μεγάλου τιμήματος ή την πραγματοποίηση κάποιας τεράστιας θυσίας. Γι' αυτό και οι μύθοι τους (ειδικά όσοι αναφέρονται στην έναρξη της καλλιέργειας) είναι γεμάτοι από σφαγές, κανιβαλισμούς και ανθρωποθυσίες (π.χ. η Περσεφόνη στον Άδη).
Για τον πρωτόγονο γεωργό όμως η εξήγηση της εμφάνισης της γεωργίας δεν αποτελεί τόσο σημαντικό πρόβλημα όσο η εξασφάλιση της συνέχειάς της. Ο καλλιεργητής είναι ένας άνθρωπος ο οποίος ζει μακριά από τη φύση και δύσκολα μπορεί να επιβιώσει πλέον μέσα σε αυτήν. Έχει λοιπόν απόλυτη ανάγκη να συνεχιστεί η ομαλή λειτουργία του κόσμου πάνω στον οποίο βασίζεται η ζωή του (βροχές το φθινόπωρο, βλάστηση την άνοιξη κ.λπ.).
Αφού όμως δεν καταλαβαίνει γιατί βλασταίνουν οι σπόροι ούτε γνωρίζει ότι οι αλλαγές των εποχών αποτελούν φυσική συνέπεια των ταλαντώσεων της γης πάνω στην ελλειπτική της, θεωρεί ότι η άνοιξη (για τα πιο εύκρατα κλίματα) ή η περίοδος των βροχών (για τα τροπικά) αποτελούν δώρο κάποιας θεότητας η οποία κάθε χρόνο την κατάλληλη εποχή πρέπει να εξευμενισθεί (ή να δωροδοκηθεί) ώστε να ευλογήσει και πάλι τη σοδειά.
Και φυσικά το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να προσφέρει ένας άνθρωπος δεν είναι άλλο από μια ανθρώπινη ζωή. Γι' αυτό και πολλές πρωτόγονες κοινωνίες προέβαιναν σε τακτικές ανθρωποθυσίες, ενώ οι πιο προηγμένες φρόντισαν να τις αντικαταστήσουν με μια ανοιξιάτικη εικονική θυσία και ανάσταση η οποία θα συμπαρασύρει και τη φύση, υποχρεώνοντάς την να συμπεριφερθεί ανάλογα.
Οι επιπτώσεις αυτής της διαφορετικής προσέγγισης του κόσμου φαίνονται ξεκάθαρα στην αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ των γεωργικών κοινωνιών και των κυνηγών-κτηνοτρόφων. Οι πρόγονοι μας γνώριζαν πολύ καλά ότι ο τρόπος ζωής σου είναι εκείνος που καθορίζει ποιος πραγματικά είσαι και πώς βλέπεις και αντιμετωπίζεις τον κόσμο γύρω σου. Γι' αυτό και οι γεωργοί αντιπαθούσαν πάντοτε τους βάρβαρους "ζωώδεις" κυνηγούς-κτηνοτρόφους, ενώ οι τελευταίοι δεν έκρυβαν την περιφρόνησή τους για τους "αφύσικους" και "σκλαβωμένους από τη γη" καλλιεργητές.
Όπως η μετάβαση από το κυνήγι στη γεωργία, έτσι και η πορεία του σημερινού τεχνολογικού πολιτισμού αποτελεί ένα ακόμη, και μάλιστα πολύ μεγαλύτερο, βήμα μακριά από τη φύση και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής. Αυτή η απόσταση δημιουργεί σε όλους μας μια φυσιολογική κρίση ταυτότητας και ένας αισιόδοξος παρατηρητής θα μπορούσε να σχολιάσει ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι λίγος καιρός (μερικές γενιές ίσως) για να συνηθίσουμε στη νέα πραγματικότητα. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά:
Αντικαταστήσαμε τον παντοδύναμο Θεό με τον πανίσχυρο άνθρωπο και τώρα τρέμουμε μπροστά στη βούλησή του που καμία θυσία και κανένα τελετουργικό δεν μπορεί να εξευμενίσει.
Μάταιος κόπος όμως. Οι ουρανοί μένουν ερμητικά κλειστοί και μας υποχρεώνουν να βρούμε μόνοι μας την απάντηση στους φόβους που μας ταλανίζουν. Αρχίζω να σκέπτομαι ότι ίσως το βιβλίο της Γενέσεως να μην είναι τελικά ιστορικό, αλλά προφητικό. Αποκτώντας τη γνώση δεν έρχεται η Θέωση, όπως υποσχέθηκε το φίδι, αλλά ένας αγώνας για να δημιουργήσουμε πάνω στη γη τον Παράδεισο που χάσαμε στους ουρανούς. Όσοι λοιπόν από μας πιστεύουμε ότι είμαστε πράγματι εικόνα του Θεού και πως προορισμός μας είναι να του μοιάσουμε, όπως δηλώνει με θάρρος και ελπίδα η Αγία Γραφή, καλά θα κάνουμε να εγκαταλείψουμε την αναμονή κάποιου σωτήρα και να ξεκινήσουμε αμέσως το χτίσιμο αυτού του καινούριου κόσμου. Έχουμε μπροστά μας πολύ δουλειά ...
Γιώργος Επιτήδειος gepiti@gepiti.com
Γραφτείτε συνδρομητές για να λαμβάνετε κάθε νέο άρθρο που δημοσιεύεται εδώ |
© 2001
Επιστροφή στην αρχική σελίδα